χάλις

χάλις
-ιος, ὁ, ΜΑ
1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.)
αρχ.
χαλίφρων*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από κάποιο μεσογειακό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. χάλις φαίνεται να παρουσιάζει μια ομοιότητα με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ., το πιθ. μακεδονικό κάλιθος
οἶνος και το θρακικό ζιλαι
ὁ οἶνος παρὰ Θρᾳξί. Ωστόσο, η ετυμολόγηση τού τ. παραμένει προβληματική, αφού αβέβαιες θεωρούνται οι συνδέσεις που έχουν προταθεί με τα χυλός και χλόη, χλωρός, καθώς και με το αρχ. ινδ. hālā «νερό τής ζωής». Ακόμη λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. χαλιμάς* «αισχρή γυναίκα, πόρνη» είναι παρ. τού χάλις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάλις — χάλῑς , χάλις neat wine masc acc pl (epic doric ionic aeolic) χάλις neat wine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλει — χάλις neat wine masc nom/voc/acc dual (attic epic) χάλεϊ , χάλις neat wine masc dat sg (epic) χάλις neat wine masc dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλεσι — χάλις neat wine masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλης — χάλις neat wine masc nom/voc pl (doric aeolic) χαλάω Aër. imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλιν — χάλις neat wine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλιος — χάλις neat wine masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… …   Wikipedia

  • шалить — ю, шалеть, ею беситься, сходить с ума , шаль ж., род. п. и шалость, резвость, бешенство , шалый, укр. шалiти сходить с ума , шалений сумасшедший , шалатися шляться , блр. шалець беситься , шалiць шалить , русск. цслав. шале{}нъ furens , болг.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ακροχάλιξ — ἀκροχάλιξ ( ικος), ο, η (AM) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέτριας μέθης, ελαφρά μεθυσμένος, ο ακροθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ουσ. χάλις «άκρατος οίνος» το ληκτικό ξ πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τών συνώνυμων λ. ἀκροθώραξ, οἰνόφλυξ] …   Dictionary of Greek

  • χαλίδιον — τὸ, Α πινακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί με παραφθορά από τη γλώσσα τού Ησύχ. χαλκοῦν πινάκιον Ἀθηναῖοι εἶχον ἕκαστος πινάκιον πύξινον ἐπιγεγραμμένον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ενώ, κατ άλλους, πρόκειται για υποκορ. ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”